- ἡμισεύελπις
- ἡμῐσεύελπις, ιδος, ὁ, ἡ,A half-hopeful, f.l. in Luc.Cal.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημισεύελπις — ἡμισεύελπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) ο εν μέρει εύελπις, αυτός που έχει λίγες ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + εύελπις] … Dictionary of Greek